Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2011

Φουζικλάδιο μηλιάς


Το «Φουζικλάδιο» (Ασκομύκητας: Venturia inaequalis, Ατελής μορφή: Fusicladium dendriticum syn. Spilocaea pomi) αποτελεί την πιο καταστρεπτική μυκητολογική ασθένεια της μηλιάς, προκαλώντας σημαντικότατες απώλειες παραγωγής, ιδιαίτερα όταν επικρατούν παρατεταμένες συνθήκες υψηλής σχετικής υγρασίας και χαμηλών θερμοκρασιών την περίοδο της Άνοιξης. Πρόσφατες είναι οι μνήμες της περσινής, σχεδόν ολοκληρωτικής, καταστροφής της παραγωγής των μήλων σε πολλές μηλοπαραγωγικές περιοχές της χώρας (Επαρχία Αγιάς Νομού Λαρίσας, Νομοί Καστοριάς και Φλώρινας).

Το συγκεκριμένο φυτοπαθογόνο προσβάλει τα άνθη, τα φύλλα και τους καρπούς της μηλιάς προκαλώντας την εμφάνιση κηλίδων χρώματος λαδιού, σπανιότερα εμφανίζονται προσβολές στους βλαστούς (φαινόμενο που είναι σύνηθες στην ασθένεια του Φουζικλαδίου της αχλαδιάς). Οι βλαβερές επιπτώσεις του Φουζικλαδίου δεν περιορίζονται μόνο στην μειωμένη ποσότητα και ποιότητα  του παραγόμενου προϊόντος, εκτεταμένες προσβολές οδηγούν σε φαινόμενα φυλλόπτωσης, με αποτέλεσμα την υποβάθμιση και του φυτικού κεφαλαίου των εκμεταλλεύσεων (το δένδρο της μηλιάς). Επιπρόσθετα, το αυξανόμενο κόστος λήψης των απαραίτητων μέτρων φυτοπροστασίας συμβάλλει στην εκτόξευση του κόστους παραγωγής μειώνοντας σημαντικά τα περιθώρια κέρδους των παραγωγών.

Ο Venturia inaequalis διαχειμάζει στα προσβεβλημένα πεσμένα στο έδαφος φύλλα με κατασκευές που ονομάζονται ψευδοθήκια. Την άνοιξη τα ψευδοθήκια απελευθερώνουν τα εγγενή σπόρια του μύκητα (ασκοσπόρια) που είναι υπεύθυνα για τις πρωτογενείς μολύνσεις στην καλλιέργεια. Στις κηλίδες που εμφανίζονται παράγονται τα αγενή σπόρια του μύκητα (κονίδια) σε συνεχείς κύκλους και μεγάλους αριθμούς προκαλώντας αλλεπάλληλες δευτερογενείς προσβολές στην καλλιέργεια.

Η εκδήλωση της ασθένειας με τη μορφή επιδημίας προϋποθέτει την καλλιέργεια ευπαθών ποικιλιών μηλιάς, παρουσία υψηλών πληθυσμών αρχικού (διαχειμάζοντος) μολύσματος (ιδιαίτερα όταν επικρατούν ήπιες συνθήκες κατά την Φθινοπωρινοχειμερινή περίοδο) και ευνοϊκές κλιματικές συνθήκες για την πραγματοποίηση πρωτογενών και δευτερογενών μολύνσεων. Επιδείνωση του προκαλούμενου προβλήματος προκαλούν οι αποτυχημένες τακτικές φυτοπροστασίας, εξαιτίας – κυρίως - φαινομένων ανθεκτικότητας των πληθυσμών του παθογόνου στις εφαρμοζόμενες μυκητοκτόνες ουσίες. Για την επιτυχή αντιμετώπιση της ασθένειας απαιτείται βαθύτερη γνώση της βιολογίας του παθογόνου με ιδιαίτερη βαρύτητα στη μείωση του αρχικού (πρωτογενούς) μολύσματος και όχι στην καταστολή του φαινομένου μετά την εκδήλωσή του. Η λήψη καλλιεργητικών, βιολογικών και χημικών μέτρων πρόληψης (εφαρμογή χαλκούχων μυκητοκτόνων μετά τη συγκομιδή, εφαρμογή ουρίας 5% μετά την ολοκλήρωση της πτώσης των φύλλων, εφαρμογή βιολογικών παραγόντων στα πεσμένα στο έδαφος φύλλα, απομάκρυνση και καταστροφή των πεσμένων φύλλων από τον οπωρώνα) συμβάλλει αποτελεσματικά στη μείωση της έκτασης του φαινομένου. Κατά τη διάρκεια της βλαστικής περιόδου απαιτείται συνεχής παρακολούθηση της καλλιέργειας από εξειδικευμένο προσωπικό (γεωργικοί σύμβουλοι), με σκοπό την άμεση λήψη μέτρων αντιμετώπισης με βάση τις επικρατούσες κλιματικές συνθήκες. Η αποτελεσματικότητα των παραπάνω μέτρων προϋποθέτει καθολικότητα εφαρμογής στις μηλοπαραγωγικές περιοχές της χώρας και αγαστή συνεργασία όλων των εμπλεκόμενων φορέων (γεωπόνοι, παραγωγοί, διευθύνσεις αγροτικής ανάπτυξης).
(Δημοσιεύθηκε στο ένθετο ΒΗΜΑ Science στις 4.12.2011)
Δρ Γεώργιος Α. Μπάρδας
Γεωπόνος - Φυτοπαθολόγος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου