Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου 2011

Δραστηριότητες επισκόπησης οπωρώνων μηλιάς - Πρόγνωση και πρόληψη προσβολών από έντομα και φυτοπαθογόνους μικροοργανισμούς


Οι επισκοπήσεις των οπωρώνων μηλιάς αποτελούν σημαντικότατο συστατικό του συνόλου των εφαρμοζόμενων στρατηγικών φυτοπροστασίας της συγκεκριμένης καλλιέργειας. Οι – ανά τακτά και προσαρμοζόμενα χρονικά διαστήματα – επισκέψεις στον οπωρώνα από εξειδικευμένο προσωπικό συντελούν στον προσδιορισμό και στην πρόγνωση πιθανών προβλημάτων, με απώτερο στόχο την πρόληψη και όχι τη – συνήθως – δαπανηρή καταστολή των παρασίτων της καλλιέργειας.
Έξι είναι οι κύριες και προκαθορισμένες περίοδοι επισκοπήσεων: η χειμερινή περίοδος (λήθαργος), η περίοδος από την έναρξη της βλάστησης έως πριν την άνθιση, η περίοδος της άνθισης, η περίοδος αμέσως μετά την άνθιση, οι καλοκαιρινοί μήνες και η μετασυλλεκτική περίοδος των μηνών του Φθινοπώρου. Επισημαίνεται πως οι χρονικές περίοδοι επισκοπήσεων μεταβάλλονται με σκοπό την προσαρμογή τους στις ανάγκες του κάθε οπωρώνα επηρεαζόμενες από παράγοντες όπως οι καλλιεργούμενες ποικιλίες, οι καιρικές συνθήκες κ.α..   
Οι πληροφορίες που ακολουθούν επισημαίνουν τις παρεχόμενες μεθοδολογίες επισκόπησης των κυριότερων παρασίτων της καλλιέργειας.

Χειμερινή περίοδος λήθαργου. Αναζήτηση ωοτοκιών ακάρεων, αφίδων και της ψώρας San Jose. Αναζήτηση και προσδιορισμός μολύσματος Φουζικλαδίου στα πεσμένα στο έδαφος φύλλα (ψευδοθήκια Φουζικλαδίου). Αναζήτηση και απομάκρυνση με κλάδευμα ελκών Βακτηριακού καψίματος, Ευρωπαϊκού έλκους μηλοειδών, Σφαίροψης. Αναζήτηση και απομόνωση δένδρων με προσβολές από εδαφογενή φυτοπαθογόνα με παράλληλη εφαρμογή βιολογικών παραγόντων του γένους Trichoderma (λίγο πριν την έναρξη της βλαστικής περιόδου).
 

Περίοδος μεταξύ έναρξη βλάστησης έως λίγο πριν την άνθιση. Εξέταση βλαστών για προσβολές από αφίδες και κολεόπτερα – Προσδιορισμός ορίων λήψης μέτρων φυτοπροστασίας. Παρακολούθηση καιρικών συνθηκών με σκοπό τη λήψη των καταλληλότερων αποφάσεων φυτοπροστασίας από Φουζικλάδιο, Ωίδιο και Βακτηριακό έλκος.

 
Περίοδος άνθισης. Εντατική παρακολούθηση καιρικών συνθηκών και πορείας προσβολών από Φουζικλάδιο, Βακτηριακό κάψιμο, Βακτηριακό έλκος και Ωίδιο με σκοπό την έγκαιρη λήψη μέτρων φυτοπροστασίας με σκοπό την αποφυγή εξάρσεων προσβολών. Τοποθέτηση και παρακολούθηση παγίδων Καρπόκαψας με σκοπό την – από νωρίς - παρακολούθηση των πληθυσμιακών της μεγεθών (απελευθέρωση φερομονών για παρεμπόδιση αναπαραγωγής όπου κρίνεται απαραίτητο). Συνέχιση επισκοπήσεων βλαστών για αφίδες και κολεόπτερα. 




Περίοδος μετά την άνθιση. Συνέχιση παρακολούθησης καιρικών συνθηκών και προσβολών από Φουζικλάδιο, Βακτηριακό κάψιμο και Ωίδιο. Συνέχιση παρακολούθησης παγίδων καρπόκαψας – Έλεγχοι προσβολών καρπιδίων. Συνέχιση επισκοπήσεων φύλλων, βλαστών και καρπών για αφίδες, κολεόπτερα, San Jose, Lygus και λοιπούς εχθρούς. 


Περίοδος καλοκαιρινών μηνών. Συνέχιση παρακολούθησης παγίδων καρπόκαψας – Έλεγχοι προσβολών καρπιδίων (απελευθέρωση φερομονών για παρεμπόδιση αναπαραγωγής όπου κρίνεται απαραίτητο). Συνέχιση επισκοπήσεων φύλλων, βλαστών και καρπών για προσδιορισμό παρασίτων και ποσοστών προσβολών.

Μετασυλλεκτική περίοδος φθινωπορινών μηνών. Συνέχιση παρακολούθησης παγίδων καρπόκαψας – Έλεγχοι προσβολών καρπιδίων. Έλεγχος καρπών για προσβολές από Lygus. Έλεγχος φύλλων για προσβολές από ακάρεα. Προσδιορισμός μεγεθών προσβολών από Φουζικλάδιο και Βακτηριακό κάψιμο με σκοπό την δημιουργία μοντέλων πρόγνωσης κινδύνων εκδήλωσης των συγκεκριμένων ασθενειών την επόμενη καλλιεργητική περίοδο.

    Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2011

    Αντιμετώπιση εδαφογενών μυκήτων με χρήση βιοπαραγόντων


    Η αντιμετώπιση των εδαφογενών μυκητολογικών προβλημάτων υποκειμένων, νεαρών δενδρυλλίων και ανεπτυγμένων δένδρων, μπορεί να προωθηθεί με την εφαρμογή βιολογικών παραγόντων (μύκητες, βακτήρια, ιοί), τομέας που χρήζει ιδιαίτερης προσοχής εξαιτίας των σημαντικών πλεονεκτημάτων που τη χαρακτηρίζουν (μειωμένες εισροές χημικών ουσιών στο περιβάλλον, μειωμένο κόστος παραγωγής, ασφάλεια για το περιβάλλον, τον παραγωγό και τον καταναλωτή, σταθερότητα αποτελεσμάτων). 


    Μύκητες του γένους Trichoderma
    Οι μύκητες του γένους Trichoderma είναι ευρύτατα διαδομένοι στα καλλιεργούμενα εδάφη και τα τελευταία χρόνια παρατηρείται εκτεταμένη εφαρμογή των μυκήτων αυτών ως βιολογικών παραγόντων εναντίον των περισσοτέρων εδαφογενών φυτοπαθογόνων μυκήτων. Η αυξημένη βιολογική δράση τους οφείλεται στην ικανότητα παραγωγής μεταβολιτών με αντιμυκητιακή δράση, σε φαινόμενα μυκοπαρασιτισμού αλλά και διέγερσης μηχανισμών ανθεκτικότητας των καλλιεργούμενων φυτικών ειδών. Παράλληλα, στις περισσότερες των περιπτώσεων, παρατηρείται προώθηση της ανάπτυξης των φυτών καθώς και βιοαποικοδόμηση συσσωρευμένων στο έδαφος χημικών ουσιών από λανθασμένες πρακτικές συστημάτων συμβατικής γεωργίας. Στοχεύοντας στη διερεύνηση των δυνατοτήτων των μυκήτων του γένους Trichoderma για βιολογικό έλεγχο φυτοπαθογόνων μυκήτων είναι αναγκαίος ο προσδιορισμός και η βελτιστοποίηση παραμέτρων όπως: η επιλογή της καταλληλότερης μεθόδου εφαρμογής τους, ο προσδιορισμός της συγκέντρωσης και της ποσότητας του εφαρμοζόμενου μολύσματος, η προσαρμογή των τεχνικών εφαρμογής ανάλογα με το είδος των φυτοπαθογόνων μυκήτων – στόχων και των συνθηκών του μικροπεριβάλλοντος κάθε φορά.
    Η εφαρμογή των απομονώσεων του γένους Trichoderma με σκοπό την αντιμετώπιση εδαφογενών μυκήτων μπορεί να πραγματοποιηθεί σε τρεις φάσεις κατά την ανάπτυξη των φυτών δενδροκομικού ενδιαφέροντος:
    1) στο φυτώριο πριν τον εμβολιασμό των υποκειμένων,
    2) στο φυτώριο στα εμβολιασμένα υποκείμενα,
    3) στον οπωρώνα κατά την φύτευση των νεαρών δενδρυλλίων,
    4) στον οπωρώνα με ριζοπότισμα σε ανεπτυγμένα δένδρα και
    5) στον οπωρώνα σε συμπτωματικά – προσβεβλημένα δένδρα με σκοπό την αποφυγή μετάδοσης του ή των παθογόνων στην υπόλοιπη γεωργική εκμετάλλευση.



     Βακτήρια του γένους Pseudomonas (PGPR)
    Στην κατηγορία των μικροοργανισμών με δυνατότητες εφαρμογής τους ως βιολογικούς παράγοντες, ανήκει ένας αριθμός βακτηριακών ειδών, τα βακτήρια που προωθούν την ανάπτυξη των φυτών (Plant Growth Promoting Rhizobacteria, PGPR), τα οποία αποτελούν εν δυνάμει παράγοντες βιολογικού ελέγχου, που συμβάλλουν στην καταστολή της δράσης των φυτοπαθογόνων μυκήτων. Οι συγκεκριμένοι μικροοργανισμοί δρουν ως ανταγωνιστές για θρεπτικά στοιχεία ή οικοφωλεές, παράγουν μυκητοστατικές και μυκητοτοξικές ουσίες ή / και προκαλούν φαινόμενα διεγειρόμενης διασυστηματικής αντοχής στους φυτικούς οργανισμούς (Induced Systemic Resistance, ISR). Βασική προϋπόθεση χρησιμοποίησης βακτηρίων με σκοπό την επιτυχή αντιμετώπιση φυτοπροστατευτικών προβλημάτων είναι ο συνδυασμός, τουλάχιστον δύο από τα ακόλουθα χαρακτηριστικά: ιδιαίτερη ικανότητα αποικισμού του ριζικού συστήματος των φυτών, προώθηση της ανάπτυξης των φυτών και βιολογικός έλεγχος. Διάφορα βακτηριακά στελέχη του γένους Pseudomonas χαρακτηρίζονται από υψηλή ικανότητα αποικισμού του ριζικού συστήματος των φυτών και κατά καιρούς έχουν χρησιμοποιηθεί με επιτυχία για την αντιμετώπιση διαφόρων φυτοπαθογόνων μυκήτων. Είναι εξαιρετικοί ανταγωνιστές όσο αφορά στην κατανάλωση των διαθέσιμων θρεπτικών στοιχείων της ριζόσφαιρας, στην κατάληψη των διαθέσιμων στο ριζικό σύστημα των φυτών θέσεων αποικισμού (οικοφωλεές) και αποτελούν παράγοντες πρόκλησης ISR σε διάφορα φυτικά είδη.

     
    Η εφαρμογή των PGPR με σκοπό την αντιμετώπιση εδαφογενών μυκήτων μπορεί να πραγματοποιηθεί σε τρεις φάσεις κατά την ανάπτυξη των φυτών δενδροκομικού ενδιαφέροντος:
    1) στο φυτώριο πριν τον εμβολιασμό των υποκειμένων,
    2) στο φυτώριο στα εμβολιασμένα υποκείμενα,
    3) στον οπωρώνα κατά την φύτευση των νεαρών δενδρυλλίων,
    4) στον οπωρώνα με ριζοπότισμα σε ανεπτυγμένα δένδρα και
    5) στον οπωρώνα σε συμπτωματικά – προσβεβλημένα δένδρα με σκοπό την αποφυγή μετάδοσης του ή των παθογόνων στην υπόλοιπη γεωργική εκμετάλλευση.

    Διάγνωση φυτοπαθολογικών προβλημάτων - Ταυτοποίηση φυτοπαθογόνων μυκήτων με κλασικές και μοριακές τεχνικές

    Στα δείγματα που προσκομίζονται στο εργαστήριο γίνεται μικροσκοπική παρατήρηση των συμπτωματικών φυτικών δειγμάτων, για διαπίστωση της παρουσίας τυχόν σημείων της ασθένειας στους προσβεβλημένους φυτικούς ιστούς, ως πρώτο βήμα ταυτοποίησης της αιτιολογίας της ασθένειας. Ακολούθως και με βάση τα ευρήματα των μικροσκοπικών παρατηρήσεων θα γίνεται επιλογή κατάλληλου θρεπτικού υποστρώματος για την απομόνωση των φυτοπαθογόνων μυκήτων. Θα χρησιμοποιηθούν κατά περίπτωση θρεπτικά υποστρώματα ευρείας και γενικής χρήσης όπως το Potato Dextrose Agar (PDA) αλλά και εκλεκτικά υποστρώματα (PPA, CMA) για την απομόνωση παθογόνων όπως μύκητες του γένους Phytophthora, Rhizoctonia, Pythium, Verticillium, Armillaria, Fusarium κ.α. Δεδομένου ότι ένα από τα πιο συχνά προβλήματα που ανακύπτουν σε προσπάθειες απομόνωσης φυτοπαθογόνων μυκήτων από δείγματα προσβεβλημένων ριζών είναι η ανάπτυξη και σαπροφυτικών οργανισμών στο υπόστρωμα, για επιλεγμένο αριθμό αντιπροσωπευτικών στελεχών, γίνεται εφαρμογή των κανόνων του Koch. Ακολουθεί η ταυτοποίηση των φυτοπαθογόνων στελεχών με βάση τα μορφολογικά χαρακτηριστικά των αποικιών στο θρεπτικό υπόστρωμα καθώς και τα μορφολογικά χαρακτηριστικά των καρποφοριών τους.



    Οι απομονώσεις φυτοπαθογόνων μικροοργανισμών που προκύπτουν - κάθε φορά – καλλιεργούνται σε υγρά θρεπτικά υποστρώματα (Potato Dexrose Broth, Czapek Yeast Extract)  με σκοπό την παραλαβή μυκηλίου και την απομόνωση DNA. Στη συνέχεια με τη βοήθεια της αλυσιδωτής αντίδρασης της πολυμεράσης (PCR) και συγκεκριμένων εκκινητών που στοχεύουν στο ριβοσωμικό DNA (ITS1 & ITS4 primers), πραγματοποιείται η αλληλούχιση των μη μεταγραφόμενων περιοχών του ριβοσωμικού DNA (rDNAITS). Η απομόνωση αυτών των περιοχών, η αλληλούχισή τους και σύγκρισή τους με τις υπάρχουσες αλληλουχίες σε παγκόσμιες βάσεις δεδομένων (GenBank) οδηγεί στην ταυτοποίηση των φυτοπαθογόνων μικροοργανισμών που απομονώνονται από τα συμπωματικά τμήματα των προσβεβλημένων φυτών. 


    Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2011

    Πρώτη αναφορά των Botrytis cinerea, Penicillium glabrum, Aspergilus niger var. tubigensis και Pilidiella granati ως παθογόνα σήψεων καρπών ροδιάς (Punica granatum) στην Ελλάδα


    Εισαγωγή
    Την τελευταία δεκαετία και ιδιαίτερα μετά τις πρόσφατες διαπιστώσεις σχετικά με τη σημασία των αντιοξειδωτικών ουσιών, που περιέχονται σε υψηλή περιεκτικότητα στους καρπούς και το χυμό του ροδιού, για την ανθρώπινη υγεία, η καλλιέργεια της ροδιάς εμφανίζει ιδιαίτερη ανάπτυξη.
    Υλικά – Μέθοδοι
    Συλλογή φυτοπαθογόνων μυκήτων:
    Το χρονικό διάστημα Σεπτέμβριος – Οκτώβριος 2008 παρατηρήθηκαν στην περιοχή της Λάρισας προσυλλεκτικές και μετασυλλεκτικές σήψεις σε καρπούς ροδιάς (ποικιλία Καμπαδίτικα), με εκτιμώμενα ποσοστά προσβολής της τάξης του 10 – 20%. Από προσβεβλημένους καρπούς που προσκομίστηκαν στο Εργαστήριο Φυτοπαθολογίας του Α.Π.Θ. έγιναν απομονώσεις των αιτίων των σήψεων.
    Ταυτοποίηση φυτοπαθογόνων μυκήτων:
    Οι μύκητες που απομονώθηκαν ταυτοποιήθηκαν με βάση τα μορφολογικά χαρακτηριστικά των αποικιών και των καρποφοριών τους καθώς και με αλληλούχιση των ITS1 και ITS2 περιοχών του ριβοσωμικού DNA.
    Απομόνωση μυκήτων
    Η απομόνωση των φυτοπαθογόνων μυκήτων πραγματοποιήθηκε με μεταφορά μολυσμένων φυτικών ιστών ή/και κονιδίων και κονιδιοφόρων από την εσωτερική περιοχή της σήψης σε οξινισμένα τριβλία με PDA. Ακολουθούσε η μεταφορά ακραίων τμημάτων νεαρών μυκηλιακών υφών σε νέα τριβλία με PDA.
    Μοριακός χαρακτηρισμός φυτοπαθογόνων μυκήτων
    Απομόνωση, καθαρισμός και αλληλούχιση DNA: Η απομόνωση του DNA πραγματοποιήθηκε με τη βοήθεια του Qiagen Puregene Core Kit A (QIAGEN GmbH, Hilden, Germany) σύμφωνα με το πρωτόκολλο του κατασκευαστή. Οι μη μεταγραφόμενες περιοχές ITS1 και ITS2 καθώς και η περιοχή του 5.8S RNA γονιδίου του ριβοσωμικού DNA πολλαπλασιάσθηκαν με τη βοήθεια των εκκινητών ITS-1 (5-TCCGTAGGTGAACCTGCGG-3) και ITS-4 (5-TCCTCCGCTTATTGATATGC-3) (White et al. 1990). Το προϊόν της PCR για κάθε απομόνωση καθαρίστηκε με τη βοήθεια του Qiaquick PCR Purification Kit (QIAGEN GmbH, Hilden, Germany) σύμφωνα με το πρωτόκολλο του κατασκευαστή. Τα προϊόντα του καθαρισμού υποβλήθηκαν σε αμφίδρομη αλληλούχιση με τη βοήθεια των ITS-1 και ITS-4. Οι αλληλουχίσεις πραγματοποιήθηκαν από την εταιρία Lark Technologies Inc (Essex, UK).
    Επεξεργασία δεδομένων αλληλούχισης: Η επεξεργασία των αποτελεσμάτων της αλληλούχισης πραγματοποιήθηκε με τη βοήθεια των προγραμμάτων Clustal W 2.0.9 (Larkin et al., 2007) και BioEdit 7.0.9.0 (Hall, 1999).
    Ταυτοποίηση παθογόνων μυκήτων: Οι αλληλουχίες που προέκυψαν συγκρίθηκαν με τις αλληλουχίες της βάσης δεδομένων NCBI με τη χρήση του BlastN 2.2.18 (Zhang et al., 2000), ενώ ακολούθησε και η κατάθεση τους στο Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Βιοπληροφορικής (EMBL-EBI) από όπου δόθηκαν αριθμοί κατάθεσης για κάθε μια από τις απομονώσεις των φυτοπαθογόνων μυκήτων.
    Η επιβεβαίωση των αποτελεσμάτων πραγματοποιήθηκε με τη εφαρμογή των κανόνων του Koch. Η παθογόνος ικανότητα των απομονώσεων ελέγχθηκε με τη βοήθεια τεχνητών μολύνσεων σε 5 ώριμους καρπους ροδιού (cv. Kampatika). Τα παθογόνα απομονώθηκαν ξανά από τους σηπόμενους φυτικούς ιστούς οι οποίοι φανέρωσαν συμπτώματα σήψης ταυτόσημα με τους καρπούς από τους οποίους συλλέχθηκαν αρχικά.

    Αποτελέσματα
    Τα αποτελέσματα της ταυτοποίησης έδειξαν ότι οι προσβολές οφείλονταν στους μύκητες Botrytis cinerea Pers.:Fr., Penicillium glabrum (Wehmer) Westling, Aspergillus niger var. tubingensis (Schober) Mosseray και Pilidiella granati (Sacc.).
    Πιο συγκεκριμένα:
    Προσβεβλημένοι καρποί από το μύκητα Botrytis cinerea εμφάνιζαν εξωτερικά σκούρες καστανές κηλίδες ενώ εσωτερικά καστανή σήψη με γκρίζο μυκήλιο και κονιδιοφόρους. Το φυτοπαθογόνο Botrytis cinerea Pers.:Fr. απομονωνόταν συνεχώς από τους σηπόμενους ιστούς. Η ταυτοποίηση του μύκητα βασίστηκε στα μορφολογικά του χαρακτηριστικά. Πιο συγκεκριμένα, οι αποικίες του μύκητα ήταν αρχικά άχρωμες ενώ στη συνέχεια γκριζοκάστανες με κονίδια διαστάσεων 7.5 × 9μm. Τα σκληρώτια ήταν μαύρα ακανόνιστα σε σχήμα και μέγεθος με διαστάσεις 1.4 - 4.5 × 1.5 - 2.7 mm (Hewitt 1994). 
     
    Οι προσβολές καρπών ροδιού από Penicillium glabrum, εμφάνιζαν, εξωτερικά, πράσινους κονιδιοφόρους στην περιοχή του κάλυκα. Εσωτερικά εμφανιζόταν μια καστανή μαλακή σήψη η οποία γρήγορα καλυπτόταν από πράσινο μυκήλιο και κονιδιοφόρους. Η ταυτοποίηση του μύκητα βασίστηκε στα μορφολογικά του χαρακτηριστικά (Thom and Raper, 1949) και στην αλληλούχιση των αμετάφραστων περιοχών ITS1 και ITS2 καθώς και της περιοχή του 5.8S RNA γονιδίου του ριβοσωμικού DNA. Ο αριθμός κατάθεσης της αλληλουχίας στο Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Βιοπληροφορικής (EMBL-EBI) είναι: Gene Bank Accession No FN313540
     

    Τα συμπτώματα σήψης από Aspergillus niger var. tubingensis ήταν: καστανή εκτεταμένη σήψη (εξωτερικά), μαλακή καστανή σήψη με μαύρους κονιδιοφόρους (εσωτερικά). Η ταυτοποίηση του μύκητα βασίστηκε στα μορφολογικά του χαρακτηριστικά (Thom and Raper, 1945) και στην αλληλούχιση των αμετάφραστων περιοχών ITS1 και ITS2 καθώς και της περιοχή του 5.8S RNA γονιδίου του ριβοσωμικού DNA. Ο αριθμός κατάθεσης της αλληλουχίας στο Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Βιοπληροφορικής (EMBL-EBI) είναι: Gene Bank Accession No FN313541. 


    Οι προσβολές από Pilidiella granati  εμφάνιζαν εκτεταμένη μαύρη σήψη εξωτερικά και εσωτερικά του καρπού. Σε οξινισμένο PDA ο P. granati παράγει λευκό έως υποκίτρινο μυκήλιο με άφθονα πυκνίδια ποικίλου μεγέθους. Ο μύκητας παράγει υαλώδη έως ελαφρώς καστανά κονίδια με το λόγο μήκος/πλάτος >1.5 σε αντίθεση με απομονώσεις του γένους Coniella οι οποίες παράγουν σκούρα καστανά κονίδια με το λόγο μήκος/πλάτος <1.5 . Η ταυτοποίηση του μύκητα βασίστηκε στα μορφολογικά του χαρακτηριστικά (Van Niekerk et al., 2004) και στην αλληλούχιση των αμετάφραστων περιοχών ITS1 και ITS2 καθώς και της περιοχή του 5.8S RNA γονιδίου του ριβοσωμικού DNA. Ο αριθμός κατάθεσης της αλληλουχίας στο Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Βιοπληροφορικής (EMBL-EBI) είναι: Gene Bank Accession No FR686354.


    Σύμφωνα με την υπάρχουσα γνώση, είναι η πρώτη φορά που οι μύκητες Botrytis cinerea Pers.:Fr., Penicillium glabrum (Wehmer) Westling, Aspergillus niger var. tubingensis(Schober) Mosseray και Pilidiella granati (Sacc.), αναφέρονται ως αίτια προσυλλεκτικών και μετασυλλεκτικών σήψεων σε καρπούς ροδιάς στην Ελλάδα.
     

    Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2011

    Ασθένειες αμπέλου


    Γενικά στοιχεία κύριων παθογόνων – στόχων αντιμετώπισης
    Α. Uncinula necator
    Η ασθένεια του Ωιδίου είναι από τις σημαντικότερες όσο αφορά στην καλλιέργεια της αμπέλου. Η αδυναμία αντιμετώπισής της, ειδικά σε ευπαθείς ποικιλίες, οδηγεί σε μειωμένη ανάπτυξη και καχεκτική ανάπτυξη κληματίδων, μειωμένη ποιότητα και ποσότητα παραγωγής. Οι προσβολές από το συγκεκριμένο φυτοπαθογόνο μπορούν να οδηγήσουν σε γενικότερη καχεξία του πρέμνου το οποίο αδυνατεί να αντιδράσει σε ενδεχόμενες δευτερογενείς προσβολές άλλων φυτοπαθογόνων και εχθρών. Οι περισσότερες ποικιλίες Vitis vinifera  - και τα υβρίδιά τους (Γαλλικά υβρίδια) - είναι σε γενικές γραμμές αρκετά ευπαθείς και η αντιμετώπιση της ασθένειας θα πρέπει να ξεκινά πολύ νωρίς (στην έναρξη της βλαστικής περιόδου της αμπέλου) για να αποφευχθούν οι σημαντικές δυσμενείς της επιδράσεις και η δημιουργία ευνοϊκών συνθηκών προσβολής από το φυτοπαθογόνο Botrytis cinerea.
    Ο μύκητας μπορεί να προσβάλει το σύνολο των πράσινων φυτικών ιστών του πρέμνου, ενώ οι σημαντικότερες οικονομικές απώλειες αφορούν σε προσβολές των βότρυων. Η διαχείμαση του επιτυγχάνεται με τη μορφή μυκηλίου και κονιδίων σε προσβεβλημένους οφθαλμούς και σε προφυλαγμένες θέσεις (ρωγμές στο φλοιό των πρέμνων), αλλά κυρίως το μεγαλύτερο ποσοστό πρωτογενούς μολύσματος προέρχεται από τις εγγενείς καρποφορίες του παθογόνου τα κλειστοθήκια. Τα κλειστοθήκια αποτελούν τα καρπικά σώματα του μύκητα, μέσα στα οποία παράγονται τα ασκοσπόρια τα οποία είναι υπεύθυνα για τις πρώτες μολύνσεις νωρίς την άνοιξη. Η δημιουργία τους αρχίζει μετά τα μέσα του Φθινοπώρου, διαχειμάζουν σε προφυλαγμένες θέσεις (ρωγμές φλοιού προσβεβλημένων κληματίδων) και στην έναρξη της βλαστικής περιόδου απελευθερώνουν τα ασκοσπόρια με αποτέλεσμα την πρόκληση των πρώτων μολύνσεων. Στη συνέχεια, στα σημεία μόλυνσης - και σε διάστημα περίπου μίας εβδομάδας - παράγονται τα κονίδια του μύκητα τα οποία είναι υπεύθυνα για τις συνεχείς μολύνσεις στην καλλιέργεια του αμπελιού. Επομένως, η αντιμετώπιση των πρωτογενών μολύνσεων από τα ασκοσπόρια των κλειστοθηκίων είναι πολύ σημαντική, διότι οδηγεί σε «σπάσιμο» του κύκλου των προσβολών του μύκητα.
    Η απελευθέρωση ασκοσπορίων από τα κλειστοθήκια του παθογόνου ξεκινά όταν πέσουν 2.5 mm βροχής σε θερμοκρασίες μεγαλύτερες των 10C, ενώ το μεγαλύτερο ποσοστό ώριμων ασκοσπορίων απελευθερώνεται σε διάστημα 4 – 8 ωρών. Οι άριστες συνθήκες θερμοκρασίας για την ανάπτυξη της ασθένειας είναι μεταξύ 20 και 25 C, ενώ θερμοκρασίες μεγαλύτερες των 35C αναστέλλουν τη βλάστηση των κονιδίων του μύκητα. Η μειωμένη σχετική υγρασία δεν αποτελεί περιοριστικό παράγοντα για την εκδήλωση της ασθένειας – σε αντίθεση με άλλα παθογόνα όπως Περονόσπορος ή Βοτρύτης – κάνοντάς την εφικτή ακόμη και σε συνθήκες 50 με 55% σχετική υγρασία (ποσοστό που επιτυγχάνεται από τη σκίαση του φυλλώματος).
    Συμπερασματικά, η αντιμετώπιση του παθογόνου, ιδιαίτερα σε ευπαθείς ποικιλίες, θα πρέπει να ξεκινά στα πρώτα στάδια της βλαστικής περιόδου του πρέμνου με σκοπό να αποφευχθούν προσβολές το διάστημα από την άνθιση έως 3-4 εβδομάδες αργότερα οι οποίες έχουν μεγάλη οικονομική σημασία. 

    Β. Plasmopara viticola
    Η ασθένεια του Περονοσπόρου αποτελεί, επίσης, μια από τις σημαντικότερες ασθένειες της αμπέλου. Άμεσες οικονομικές απώλειες στην εκμετάλλευση προκαλούνται από προσβολές σε βότρυες και κληματίδες, ενώ έμμεσες απώλειες από πρόωρη φυλλόπτωση προσβεβλημένων φύλλων. Σημαντικότερη συνέπεια φαινομένων πρόωρης φυλλόπτωση αποτελεί η μη ολοκληρωμένη ανάπτυξη των κληματίδων και κατά συνέπεια η αδυναμία αποφυγής πληγών από τις χαμηλές θερμοκρασίες του χειμώνα. Σε γενικές γραμμές οι ποικιλίες Vitis vinifera είναι αυτές με τη μεγαλύτερη ευπάθεια και ακολουθούνται αυτές των Γαλλικών υβριδίων.
    Το παθογόνο διαχειμάζει με τα εγγενή του σπόρια, ωοσπόρια, σε πεσμένα φύλλα στο έδαφος. Τα ωοσπόρια ωριμάζουν τη φθινοπωρινοχειμερινή περίοδο και την άνοιξη είναι αυτά υπεύθυνα για τις πρωτογενείς μολύνσεις των πρέμνων. Οι δευτερογενείς μολύνσεις πραγματοποιούνται από τα αγενή σπόρια του μύκητα (ζωοσπόρια), τα οποία δημιουργούνται στην κάτω επιφάνεια των πρώτων μολυσμένων φύλλων και σε διάστημα λίγων ημερών (10 – 12 ημέρες). Η παραγωγή δευτερογενών μολυσμάτων πραγματοποιείται κατά τη διάρκεια βροχερών νυκτών με θερμοκρασίες μεγαλύτερες των 15C. Από τη στιγμή που το δευτερογενές μόλυσμα είναι διαθέσιμο, οι δευτερογενείς μολύνσεις πραγματοποιούνται μόλις σε δύο ώρες υψηλής σχετικής υγρασίας και θερμοκρασίας ~25C, ψυχρότερες συνθήκες παρατείνουν το χρόνο πρόκλησης μολύνσεων για αρκετές ώρες (π.χ. 10 ώρες για θερμοκρασίες μικρότερες των 12C).
    Στις περισσότερες καλλιεργούμενες ποικιλίες τα πρώτα συμπτώματα δεν είναι ορατά έως την περίοδο μετά την άνθιση, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τότε γίνονται οι πρωτογενείς μολύνσεις. Είναι υψηλής σημασίας η εφαρμογή αποτελεσματικών μυκητοκτόνων ουσιών (με βάση το χαλκό) νωρίτερα στη βλαστική περίοδο με σκοπό την γρήγορη και έγκαιρη αντιμετώπιση του παθογόνου πριν την παραγωγή πολυάριθμων δευτερογενών μολυσμάτων.

    Γ. Botrytis cinerea
    Ο φυτοπαθογόνος μύκητας που προκαλεί την ασθένεια του Βοτρύτη στην άμπελο είναι δυνατόν να αναπτύσσεται και σε νεκρή οργανική ουσία παράγοντας μόλυσμα (κονίδια) ικανό να μολύνει κληματίδες, φύλλα, άνθη και ιδιαίτερα βότρυες κατά τη διαδικασία της ωρίμανσης (μολύνσεις με τη σημαντικότερη οικονομική σημασία).
    Ο μύκητας διαχειμάζει σε προφυλαγμένες θέσεις στον αμπελώνα (ρωγμές φλοιού πρέμνων) με ιδιαίτερα ανθεκτικές κατασκευές που ονομάζονται σκληρώτια αλλά και με μυκήλιο (όταν επικρατούν ήπιοι χειμώνες). 
    Η σποροποίηση του παθογόνου συντελείται πάνω σε υπολείμματα της καλλιέργειας και η ικανότητά του να αναπτύσσεται σε νεκρή οργανική ουσία του δίνει ένα σημαντικό χρονικό και ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, που οδηγεί στην παρουσία υψηλών αριθμών μολυσμάτων έτοιμων να προκαλέσουν προσβολές σε βότρυες κατά τη διαδικασία ωρίμανσης. Συνθήκες ομίχλης – υψηλής σχετικής υγρασίας και θερμοκρασίες μεταξύ 20C και 25C είναι ιδανικές για την πραγματοποίηση προσβολών. Ρώγες που σχίζονται κατά τη φάση της ανάπτυξής τους ή εξαιτίας πρωιμότερων προσβολών ωιδίου, ή εξαιτίας εντομολογικών προσβολών, προσβάλλονται εύκολα από το φυτοπαθογόνο προκαλώντας σημαντικές οικονομικές απώλειες και συντελώντας στη δημιουργία άφθονων πηγών μολυσμάτων.
    Η αντιμετώπιση του μύκητα δεν είναι εφικτή με την εφαρμογή σκευασμάτων με βάση το χαλκό ή το θείο. Υπάρχουν όμως διαθέσιμα σκευάσματα βιολογικών παραγόντων με βάση ωφέλιμους μύκητες του γένους Trichoderma η σωστή εφαρμογή των οποίων μπορεί να οδηγήσει σε σημαντικά ποσοστά αποτελεσματικότητας. Καλλιεργητικές πρακτικές όπως το αραίωμα των φύλλων είναι κριτικής σημασίας για την αποφυγή προσβολών του Βοτρύτη.


    Φουζικλάδιο μηλιάς


    Το «Φουζικλάδιο» (Ασκομύκητας: Venturia inaequalis, Ατελής μορφή: Fusicladium dendriticum syn. Spilocaea pomi) αποτελεί την πιο καταστρεπτική μυκητολογική ασθένεια της μηλιάς, προκαλώντας σημαντικότατες απώλειες παραγωγής, ιδιαίτερα όταν επικρατούν παρατεταμένες συνθήκες υψηλής σχετικής υγρασίας και χαμηλών θερμοκρασιών την περίοδο της Άνοιξης. Πρόσφατες είναι οι μνήμες της περσινής, σχεδόν ολοκληρωτικής, καταστροφής της παραγωγής των μήλων σε πολλές μηλοπαραγωγικές περιοχές της χώρας (Επαρχία Αγιάς Νομού Λαρίσας, Νομοί Καστοριάς και Φλώρινας).

    Το συγκεκριμένο φυτοπαθογόνο προσβάλει τα άνθη, τα φύλλα και τους καρπούς της μηλιάς προκαλώντας την εμφάνιση κηλίδων χρώματος λαδιού, σπανιότερα εμφανίζονται προσβολές στους βλαστούς (φαινόμενο που είναι σύνηθες στην ασθένεια του Φουζικλαδίου της αχλαδιάς). Οι βλαβερές επιπτώσεις του Φουζικλαδίου δεν περιορίζονται μόνο στην μειωμένη ποσότητα και ποιότητα  του παραγόμενου προϊόντος, εκτεταμένες προσβολές οδηγούν σε φαινόμενα φυλλόπτωσης, με αποτέλεσμα την υποβάθμιση και του φυτικού κεφαλαίου των εκμεταλλεύσεων (το δένδρο της μηλιάς). Επιπρόσθετα, το αυξανόμενο κόστος λήψης των απαραίτητων μέτρων φυτοπροστασίας συμβάλλει στην εκτόξευση του κόστους παραγωγής μειώνοντας σημαντικά τα περιθώρια κέρδους των παραγωγών.

    Ο Venturia inaequalis διαχειμάζει στα προσβεβλημένα πεσμένα στο έδαφος φύλλα με κατασκευές που ονομάζονται ψευδοθήκια. Την άνοιξη τα ψευδοθήκια απελευθερώνουν τα εγγενή σπόρια του μύκητα (ασκοσπόρια) που είναι υπεύθυνα για τις πρωτογενείς μολύνσεις στην καλλιέργεια. Στις κηλίδες που εμφανίζονται παράγονται τα αγενή σπόρια του μύκητα (κονίδια) σε συνεχείς κύκλους και μεγάλους αριθμούς προκαλώντας αλλεπάλληλες δευτερογενείς προσβολές στην καλλιέργεια.

    Η εκδήλωση της ασθένειας με τη μορφή επιδημίας προϋποθέτει την καλλιέργεια ευπαθών ποικιλιών μηλιάς, παρουσία υψηλών πληθυσμών αρχικού (διαχειμάζοντος) μολύσματος (ιδιαίτερα όταν επικρατούν ήπιες συνθήκες κατά την Φθινοπωρινοχειμερινή περίοδο) και ευνοϊκές κλιματικές συνθήκες για την πραγματοποίηση πρωτογενών και δευτερογενών μολύνσεων. Επιδείνωση του προκαλούμενου προβλήματος προκαλούν οι αποτυχημένες τακτικές φυτοπροστασίας, εξαιτίας – κυρίως - φαινομένων ανθεκτικότητας των πληθυσμών του παθογόνου στις εφαρμοζόμενες μυκητοκτόνες ουσίες. Για την επιτυχή αντιμετώπιση της ασθένειας απαιτείται βαθύτερη γνώση της βιολογίας του παθογόνου με ιδιαίτερη βαρύτητα στη μείωση του αρχικού (πρωτογενούς) μολύσματος και όχι στην καταστολή του φαινομένου μετά την εκδήλωσή του. Η λήψη καλλιεργητικών, βιολογικών και χημικών μέτρων πρόληψης (εφαρμογή χαλκούχων μυκητοκτόνων μετά τη συγκομιδή, εφαρμογή ουρίας 5% μετά την ολοκλήρωση της πτώσης των φύλλων, εφαρμογή βιολογικών παραγόντων στα πεσμένα στο έδαφος φύλλα, απομάκρυνση και καταστροφή των πεσμένων φύλλων από τον οπωρώνα) συμβάλλει αποτελεσματικά στη μείωση της έκτασης του φαινομένου. Κατά τη διάρκεια της βλαστικής περιόδου απαιτείται συνεχής παρακολούθηση της καλλιέργειας από εξειδικευμένο προσωπικό (γεωργικοί σύμβουλοι), με σκοπό την άμεση λήψη μέτρων αντιμετώπισης με βάση τις επικρατούσες κλιματικές συνθήκες. Η αποτελεσματικότητα των παραπάνω μέτρων προϋποθέτει καθολικότητα εφαρμογής στις μηλοπαραγωγικές περιοχές της χώρας και αγαστή συνεργασία όλων των εμπλεκόμενων φορέων (γεωπόνοι, παραγωγοί, διευθύνσεις αγροτικής ανάπτυξης).
    (Δημοσιεύθηκε στο ένθετο ΒΗΜΑ Science στις 4.12.2011)
    Δρ Γεώργιος Α. Μπάρδας
    Γεωπόνος - Φυτοπαθολόγος